- μισητότατον
- μίσητοςhatefulmasc acc superl sgμίσητοςhatefulneut nom/voc/acc superl sgμῑσητότατον , μισητόςhatefulmasc acc superl sgμῑσητότατον , μισητόςhatefulneut nom/voc/acc superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.